καφενόβιος

καφενόβιος
ο
αυτός που περνά το μεγαλύτερο μέρος τής ημέρας στα καφενεία, ο αργόσχολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καφενές + -βιος (< βίος), πρβλ. νυκτό-βιος, ταβερνό-βιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καφενόβιος — ο αυτός που συχνάζει στα καφενεία: Δεν έχει δουλειά και είναι καφενόβιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • Σουρής, Γεώργιος — Έλληνας σατιρικός ποιητής (Ερμούπολη Σύρου 1853 Φάληρο 1919). Στα χρόνια των γυμνασιακών σπουδών του έζησε στην Αθήνα. Ο πατέρας του φιλοδόξησε να τον κάνει παπά, αυτός όμως προτίμησε, για ν’ αποφύγει το ιερατικό στάδιο, να ταξιδέψει μακριά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”